- ἀτιθάσευτος
- ἀτιθάσευτοςuntamablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατιθάσευτος — η, ο (AM ἀτιθάσευτος, ον) αυτός που δεν τιθασεύθηκε ή που στάθηκε αδύνατο να ελεγχθεί … Dictionary of Greek
ἀτιθάσευτον — ἀτιθάσευτος untamable masc/fem acc sg ἀτιθάσευτος untamable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιθασεύτων — ἀτιθάσευτος untamable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιθάσευτα — ἀτιθάσευτος untamable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… … Dictionary of Greek
αδμής — ἀδμής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (για κοπέλες) ανύπαντρη («παρθένος ἀδμής») 2. (για ζώα) αδάμαστος, ατιθάσευτος («ἡμίονοι ἀδμῆτες») 3. ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δάμνημι] … Dictionary of Greek